Oι άμεσες συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία για την ελληνική οικονομία

Πέραν της πολιτικής και γεωπολιτικής της σημασίας, κάθε πολεμική σύρραξη, στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας επιφέρει, αναπόφευκτα μια σειρά αλλεπάλληλων αναταράξεων στην διεθνή οικονομία. Η ρωσική επίθεση σε ουκρανικά εδάφη, που διαρκεί ήδη μια εβδομάδα, εν μέσω γενικότερης ενεργειακής κρίσης, είναι προφανές ότι κρούει τον κώδωνα πρωτίστως του ενεργειακού κινδύνου σε όλη την Ευρώπη.

Η Ελλάδα εισάγοντας περίπου το 45% των ποσοτήτων φυσικού αερίου που καταναλώνει από την Ρωσία, βρίσκεται σε πορτοκαλί συναγερμό αναφορικά με την ενεργειακή της επάρκεια, ενώ ήδη εδώ και εβδομάδες οι τιμές έχουν πάρει την ανιούσα. Ουδείς γνωρίζει πραγματικά εάν και πόσο η κρίση αυτή θα βαθύνει και από ποιες άλλες πηγές θα αντικατασταθούν οι ποσότητες ενέργειας που χρειάζεται η χώρα. Το ενεργειακό κόστος είναι σαφές ότι θα αποτελέσει τους επόμενους μήνες τον ισχυρότερο ‘πονοκέφαλο’ στις αρμόδιες Αρχές, σε μια χώρα που ήδη εμφανίζεται ψηλά στην διεθνή κλίμακα της ενεργειακής φτώχειας.

Οι τιμές διαφόρων πρώτων υλών, είναι το συνεπακόλουθο. Ήδη τα σιτηρά και τα δημητριακά έχουν ανέβει σε δυσθεώρητες τιμές στα διεθνή χρηματιστήρια προϊόντων -η Ουκρανία αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες παραγωγούς επί ευρωπαϊκού εδάφους, και οι πρώτες σοβαρές ανατιμήσεις είναι εμφανείς. Από την στιγμή που επηρεάζονται πρώτες ύλες, η  αύξηση αυτή αναπόφευκτα θα απεικονιστεί και στον πληθωρισμό σε ένα εύλογο διάστημα από τώρα.

Και ο τουρισμός θα “δεχτεί” κάποιο πλήγμα -ειδικά στη Β. Ελλάδα- όπως δήλωσε και ο υπουργός Οικονομικών, αλλά αυτό μένει να αποδειχθεί από την διάρκεια που θα έχει η σύρραξη και τον ρόλο που θα μπορούσε μεσομακροπρόθεσμα να διαδραματίσει η διπλωματία.

Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Εξαγωγέων, τώρα, οι εξαγωγές της Ελλάδας στην Ουκρανία και στη Ρωσία κυμαίνονται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (338,6 εκατ. ευρώ και 206,6 εκατ. ευρώ αντίστοιχα), ωστόσο υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις -κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα-, οι οποίες έχουν σημαντική δραστηριότητα στις χώρες αυτές. Οι εξαγωγικές επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας και πολύ περισσότερο της Δυτικής Μακεδονίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον κλάδο της γούνας, θα επηρεαστούν σε μεγαλύτερο βαθμό από τις υπόλοιπες, γι’ αυτό -σύμφωνα με τον ΣΕΒΕ- πρέπει να υποστηριχθούν από την ελληνική κυβέρνηση ώστε να μη χάσουν τη διεθνή τους ανταγωνιστικότητα.

Αναμφίβολα, οι συνέπειες της κρίσης δεν έχουν γίνει ακόμη εμφανείς. Παρότι είναι πολύ νωρίς για συμπεράσματα, τα προβλήματα αναμένεται να ενταθούν και θεωρείται δεδομένο ότι διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, πληθωρισμός και ενέργεια θα επηρεαστούν σημαντικά. Ήδη μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες, αλλάζουν τον ρου των πλοίων τους, αποφεύγοντας την Ρωσία -και αυξάνοντας το κόστος του ταξιδιού-, ενώ είναι σαφές ότι ο σιδηροδρομικός ‘Δρόμος του Μεταξιού’ που είχε πάρει τα επάνω του το δίχρονο της covid κρίσης, με μεγάλη άνοδο στις εμπορευματικές μεταφορές μέσω του υπερσιβηρικού, θα δει πτωτική πορεία, αν δεν “παγώσει” εντελώς.