Το λιμάνι του Πειραιά πρωτοπόρος στις αρχές περιβαλλοντικής βιωσιμότητας
Η έννοια της «περιβαλλοντικής βιωσιμότητας» είναι ευρέως διαδεδομένη και εφαρμόζεται με κύριο στόχο τη διατήρηση της αλλαγής σε μια ισορροπημένη τάση, όπου η εκμετάλλευση των πόρων, η κατεύθυνση των επενδύσεων, ο προσανατολισμός της τεχνολογικής ανάπτυξης και οι θεσμικές αλλαγές είναι όλα αρμονικά ανεπτυγμένα και σέβονται τόσο τις ανθρώπινες ανάγκες όσο και το περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό το λιμάνι του Πειραιά, ως μία από τις μεγαλύτερες αναπτυσσόμενες εταιρείες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εφαρμόζει τις αρχές της βιωσιμότητας σε όλα τα βήματα ανάπτυξης και λειτουργίας του με κύριο στόχο την προστασία του περιβάλλοντος στα πλαίσια ενός αστικού ιστού όπως ο Πειραιάς και την ευημερία των κατοίκων της τοπικής κοινωνίας.
Η περιβαλλοντική διαχείριση που εφαρμόζει η ΟΛΠ Α.Ε. για το σύνολο των δραστηριοτήτων της είναι πιστοποιημένη από το 2004, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα PERS του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Λιμένων ESPO (European Sea Ports Organization). Tο λιμάνι του Πειραιά έχει αποδείξει την περιβαλλοντική του ευαισθησία σε μακροπρόθεσμο πλαίσιο, όντας αναγνωρισμένο μέλος του Ecoports Network από το 2011, δικτύου αποτελούμενου από ευρωπαϊκούς λιμένες που έχουν αξιολογηθεί για την περιβαλλοντική τους απόδοση. Σύμφωνα με τις παραπάνω αξιολογήσεις, το λιμάνι του Πειραιά έχει εκπονήσει και εφαρμόσει ειδική περιβαλλοντική πολιτική ενώ βρίσκεται σε συνεχή διαδικασία καταχώρησης των περιβαλλοντικών πτυχών που σχετίζονται με τις λιμενικές του δραστηριότητες και επιδιώκει τη συνεχή βελτίωση των περιβαλλοντικών του επιδόσεων σύμφωνα με ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα.
Η περιβαλλοντική πολιτική της ΟΛΠ Α.Ε. περιλαμβάνει αριθμό προτεραιοτήτων και αντίστοιχων μέτρων και εφαρμογών δίδοντας έμφαση στην αποτελεσματική διαχείριση αποβλήτων που παράγονται από τις λιμενικές εγκαταστάσεις και τα πλοία, στην λεπτομερή παρακολούθηση – μέσω τεχνολογικών καινοτομιών – της ποιότητας του θορύβου, του νερού και του αέρα, στην ενεργειακή απόδοση και εξοικονόμηση ενέργειας. Το Τμήμα Προστασίας Περιβάλλοντος του λιμένα, σε στενή συνεργασία με εξωτερικούς εμπειρογνώμονες και εργαστήρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Πανεπιστημίου Πειραιά και Πανεπιστημίου Cardiff εφαρμόζει συγκεκριμένα προγράμματα παρακολούθησης, μέτρησης και ανάλυσης περιβαλλοντικών δεικτών, τα αποτελέσματα των οποίων αποτελούν βάση προσδιορισμού βέλτιστης πρακτικής αλλά και προτάσεων βελτιστοποίησης.
Πέραν των υφιστάμενων πρακτικών, το λιμάνι του Πειραιά κατέχει δυναμική θέση στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και στον προσδιορισμό περιβαλλοντικού στρατηγικού σχεδιασμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω της συμμετοχής του σε αριθμό πρωτοβουλιών και υλοποίησης έργων. Η κατεύθυνση της ΟΛΠ Α.Ε. συμβαδίζει με την κοινή ενεργειακή στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης με στόχο τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και την αύξηση του μεριδίου ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ενεργειακή κατανάλωση. Βάσει των περιβαλλοντικών προτεραιοτήτων που έχουν τεθεί σε επίπεδο επιχειρησιακού σχεδιασμού, το λιμάνι επικεντρώνεται ήδη στον προσδιορισμό και εφαρμογή Περιβαλλοντικού Σχεδίου Δράσης για την ανάπτυξη συστήματος λεπτομερούς υπολογισμού ανθρακικού αποτυπώματος και συστήματος ενεργειακής διαχείρισης. Το Σχέδιο Δράσης αποσκοπεί μεταξύ άλλων α) στη διερεύνηση κατάλληλων μέτρων μείωσης του ανθρακικού αποτυπώματος μέσω της λεπτομερούς αποτίμησης και αξιολόγησής του και β) στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του λιμένα μέσω της ενεργειακής χαρτογράφησης και αξιολόγησης της ενεργειακής κατανάλωσης.
Η ανάπτυξη του Σχεδίου Δράσης αναπτύσσεται στα πλαίσια του έργου SUPAIR – Sustainable Ports in the Adriatic-Ionian Region, του συγχρηματοδοτούμενου προγράμματος Interreg ADRION. Το έργο, διάρκειας 24 μηνών (Ιανουάριος 2018 – Δεκέμβριος 2019) και με προϋπολογισμό άνω του 1 εκατομμυρίου ευρώ, έχει ως στόχο την ανάπτυξη και εφαρμογή σχεδίων δράσης για τη μείωση των εκπομπών του άνθρακα σε ευρωπαϊκά λιμάνια* της Αδριατικής – Ιονίου, καθώς και στον Πειραιά.
Το SUPAIR απαντώντας στην περιφερειακή πρόκληση της στρατηγικής Αδριατικής – Ιονίου, στοχεύει στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των ναυτιλιακών και λιμενικών διαδικασιών με ολοκληρωμένη και διακρατική προσέγγιση. Βασικά αντικείμενα του έργου είναι: 1) η ενίσχυση της ικανότητας των λιμενικών αρχών στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή της διασφάλισης χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και βιώσιμων πολυτροπικών μεταφορών, 2) η ενίσχυση των ρόλων των κύριων πολιτικών, τεχνικών και εμπορικών φορέων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, 3) η δημιουργία ενός Διακρατικού Δικτύου Πράσινων Λιμένων της Αδριατικής – Ιονίου, τα οποία θα χαρακτηρίζονται από χαμηλές εκπομπές άνθρακα, το οποίο αναμένεται να προσδιορίσει συστηματικές λύσεις φιλικές προς το περιβάλλον, με στόχο την ανάπτυξη πράσινων, ασφαλέστερων και αποτελεσματικότερων συστημάτων μεταφορών.
Τα Σχέδια Δράσης των επτά λιμένων ακολουθούν κοινή μεθοδολογία ανάπτυξης, διαμορφωμένη από το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Βενετίας (VIU) με την συνεργασία όλων των εταίρων του προγράμματος, αποτυπώνοντας έτσι τις πραγματικές ανάγκες και προτεραιότητες κάθε φορέα.
Τα αποτελέσματα του έργου SUPAIR και τα Σχέδια Δράσης των συμμετεχόντων λιμένων αναμένεται να παρουσιαστούν κατά τη διάρκεια του Εργαστηρίου Αμοιβαίας Μάθησης (Mutual Learning Workshop) που θα φιλοξενηθεί από το Area Science Park (Τεργέστη – Ιταλία) τον Νοέμβριο του 2019. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης αυτής αναμένεται να καθιερωθεί επίσημα το Δίκτυο Διακρατικής Συνεργασίας των Πράσινων Λιμένων της Αδριατικής – Ιονίου (Transnational Cooperation Network of Adriatic-Ionian Green Ports) και να διερευνηθεί η δυνατότητα συμμετοχής νέων λιμένων, με σκοπό την προώθηση και χρήση της μεθοδολογίας SUPAIR ως εργαλείο προσδιορισμού και εφαρμογής μέτρων βιώσιμης ανάπτυξης.
*Εμπλεκόμενα λιμάνια: Port Network Authority of the Eastern Adriatic Sea (IT), North Adriatic Sea Port Authority (IT), Οργανισμός Λιμένος Πειραιά (EL), Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης (EL), Port of Koper (SI), Durres Port Authority (AL), Port of Bar (MNE).
Διαχειριστής του έργου και τεχνικός εταίρος: Area Science Park
Τεχνικοί εταίροι: Venice International University και Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕL).