Μακροπρόθεσμο σχέδιο & συντονισμός για να γίνει η Ελλάδα διεθνές ναυτιλιακό κέντρο
Τη νέα της μελέτη με τίτλο “Επανατοποθετώντας την Ελλάδα ως Διεθνές Ναυτιλιακό Κέντρο” παρουσίασε την Τρίτη, η Ernst & Young, σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, με κύριους παρουσιαστές τους κ.κ. Γιάννη Πιέρρο, Επικεφαλής του Τομέα Μεταφορών της ΕΥ Κεντρικής & Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Θάνος Μαύρος, Επικεφαλής του Τμήματος Εφοδιαστικής Αλυσίδας και Λειτουργιών της ΕΥ Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, και Δρ. Θάνος Πάλλης -Τμήμα Ναυτιλίας & Επιχειρηματικών Υπηρεσιών Παν. Αιγαίου.
Η μελέτη -που θα την διαβάσετε αναλυτικά στο επόμενο τεύχος του SC&L magazine- εξετάζει τις τάσεις της παγκόσμιας ναυτιλίας, αναλύει τους παράγοντες που καθιστούν μια χώρα ελκυστική ως ναυτιλιακό κέντρο, αναδεικνύει τα ισχυρά και αδύνατα σημεία της χώρας μας και, ειδικότερα, των δύο σημαντικότερων λιμένων της, καταγράφοντας παράλληλα τις απόψεις της ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας ως προς το ελληνικό ναυτιλιακό πλέγμα, τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά του. Η μελέτη καταλήγει σε μια σειρά προτάσεων που θα μπορούσαν να αναδείξουν την Ελλάδα ως μία από τις ναυτιλιακές πρωτεύουσες του κόσμου.
Σύμφωνα με αυτήν 4 είναι οι βασικοί παράγοντες που προσδιορίζουν σήμερα την ελκυστικότητα ενός ναυτιλιακού κέντρου:
- Η παρουσία σημαντικής δραστηριότητας τοπικής πλοιοκτησίας ή και διαχείρισης πλοίων.
- Ισχυρές χρηματοοικονομικές, νομικές και άλλες εξειδικευμένες επιχειρηματικές υπηρεσίες.
- Η ύπαρξη σημαντικών λιμενικών υποδομών και υποδομών logistics.
- Μια παράδοση ναυτικής τεχνολογίας, που σχετίζεται με την καινοτομία, την έρευνα και την ανάπτυξη, την εκπαίδευση και τη διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού.
Πάνω σε αυτούς τους πυλώνες περί τις 700 εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε όλο το μήκος του ναυτιλιακού cluster σε Πειραιά και Θεσσαλονίκη, κλήθηκαν να απαντήσουν σε εξειδικευμένο ερωτηματολόγιο της ΕΥ, από το οποίο προκύπτουν πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα για την “εικόνα΄’ που η ίδια η ναυτιλιακή αγορά δίνει στον εαυτό της.
Αναλύοντας τις απόψεις της ναυτιλιακής κοινότητας, αλλά και μια σειρά από βέλτιστες πρακτικές που ακολούθησαν τα ανταγωνιστικά ναυτιλιακά κέντρα, η μελέτη καταλήγει σε τέσσερις δέσμες προτάσεων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας μας ως ναυτιλιακού κέντρου:
- Ενίσχυση της ναυτικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Το παραδοσιακό αυτό συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας έχει ατονήσει τα τελευταία χρόνια. Απαιτείται αναβάθμιση και αύξηση της χρηματοδότησης των ναυτικών ακαδημιών, στενότερη διασύνδεσή τους με τη ναυτιλιακή κοινότητα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στα προγράμματα σπουδών και την ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης.
- Καθιέρωση ενός σταθερού ρυθμιστικού, νομικού και φορολογικού πλαισίου, φιλικού προς τις επιχειρήσεις και με διεθνή προσανατολισμό. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να περιορισθεί η γραφειοκρατία, να εκσυγχρονιστούν το νηολόγιο και οι φορολογικές υπηρεσίες για τη ναυτιλία και να αξιοποιηθούν οι νέες τεχνολογίες.
- Αναβάθμιση των λιμενικών υποδομών όσο και των υποδομών logistics, για να μπορέσει η Ελλάδα να αξιοποιήσει τη γεωγραφική της θέση ως πύλης εισόδου της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
- Στενότερος συντονισμός μεταξύ των επιχειρήσεων και φορέων που μετέχουν στα ναυτιλιακά πλέγματα του Πειραιά και, δευτερευόντως, της Θεσσαλονίκης, με στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους και τη διεθνή τους προβολή.